- προσωρινός
- привремен
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
προσωρινός — και διαλ. τ. προσερινός, ή, ό, Ν 1. αυτός που υπάρχει ή διαρκεί για λίγο μόνο χρόνο, πρόσκαιρος, βραχυχρόνιος («προσωρινή εγκατάσταση») 2. (πολ. δικ.) αυτός που εκτελείται πρόσκαιρα έως ότου ρυθμιστεί οριστικά 3. φρ. α) «προσωρινή εκτέλεση» (πολ … Dictionary of Greek
προσωρινός — ή, ό 1. αυτός που διαρκεί λίγο χρόνο ή που γίνεται, προορίζεται να ισχύσει για λίγο, ο πρόσκαιρος, ο εφήμερος: Προσωρινή στέγαση του σχολείου. 2. (νομ.), αυτός που γίνεται προσωρινά, ως την οριστική ρύθμισή του: Προσωρινά μέτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γρετίδικος — και γρετίτικος και εγρετίδικος, η, ο 1. (για πράγματα) κινητός, πρόσθετος 2. (για πρόσωπα) προσωρινός σε μία υπηρεσία 3. (για καταστάσεις) προσωρινός, επισφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eğreti ή iğreti «προσωρινός, έκτακτος» (πρβλ. γρεντής)] … Dictionary of Greek
γρεντής — και γρετής και εγρετής, ο προσωρινός, έκτακτος, αργόμισθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eğreti ή igreti «προσωρινός, έκτακτος» (πρβλ. γρετίδικος)] … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
αναπληρωτής — ο (θηλ. –ώτρια) αυτός που αναπληρώνει, που αντικαθιστά κάποιον, προσωρινός ή μόνιμος αντικαταστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπληρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες ως απόδοση τού γαλλ. suppleant] … Dictionary of Greek
αντιστάθμιση — Στην τεχνολογία, α. ονομάζεται μια διαδικασία ή διάταξη (αντισταθμιστική) με την οποία επιδιώκεται η εξάλειψη συγκεκριμένης ενέργειας που δεν είναι επιθυμητή. Η λειτουργία πολλών οργάνων και συσκευών αλλοιώνεται για παράδειγμα, από τις… … Dictionary of Greek
δαμασκηνός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Οσιομάρτυρας από την Κωνσταντινούπολη, ασκητής στο Άγιον Όρος. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Νοεμβρίου. 2. Ιερομάρτυρας, ιερομόναχος της μονής Χιλανδαρίου Αγίου Όρους. Μαρτύρησε στη Βουλγαρία το 1771 … Dictionary of Greek
διαβατάρικος — η, ο 1. περαστικός, προσωρινός, παροδικός, εφήμερος 2. αυτός που δεν είναι μόνιμα εγκατεστημένος σ έναν τόπο 3. αυτός που κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα συνήθως περνά από έναν τόπο («διαβατάρικα πουλιά») … Dictionary of Greek
διαβατικός — ή, ό (Α διαβατικός, ή, όν) ο περαστικός, ο πρόσκαιρος, ο προσωρινός αρχ. 1. ο οξύς, ο διαπεραστικός 2. ο οξύνους, δηλ. αυτός που έχει την ικανότητα να διεισδύσει σε κάτι, να τό εξιχνιάσει 3. (στη Γραμματική) μεταβατικός … Dictionary of Greek
εγχρόνιος — ἐγχρόνιος, ον (Α) πρόσκαιρος, προσωρινός … Dictionary of Greek